Ηχηρή απάντηση-καταδίκη στις μεθόδους του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη, ο οποίος καθιέρωσε τις μαζικές προληπτικές έρευνες και προσαγωγές υπόπτων ως δήθεν νόμιμο αστυνομικό μέτρο, αποτελεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη δημόσια ακινητοποίηση και σωματική έρευνα Αγγλων πολιτών από Βρετανούς αστυνομικούς.



Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ευρωπαίοι δικαστές καταδίκασαν τη Βρετανία για σωματικούς ελέγχους που έγιναν κατ' εφαρμογήν της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, η οποία απαιτεί ειδική εξουσιοδότηση από τον αρμόδιο υπουργό. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχοι προληπτικοί αστυνομικοί έλεγχοι γίνονται χωρίς κάποια νομοθετική ομπρέλα. Στηρίζονται στους νόμους, το Σύνταγμα, τους κανονισμούς, τις υπουργικές αντιλήψεις και τις εσωτερικές εγκυκλίους των εκάστοτε αρχηγών της ΕΛ.ΑΣ.

Οι αστυνομικοί δεν νομιμοποιούνται πλέον να σταματούν στον δρόμο πολίτες και να ελέγχουν τις τσάντες τους, με βάση απλά μια γενική αίσθηση επαγγελματικού ενστίκτου, ή μια αδιόρατη διαίσθηση.
Ο έλεγχος της ταυτότητας και των προσωπικών αντικειμένων των πολιτών πρέπει να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο λόγο υποψίας, που οι αστυνομικοί πρέπει να αποδεικνύουν.
Για τους ίδιους λόγους, δεν επιτρέπεται η κράτηση πολιτών χωρίς κάποιο λόγο που να τον δικαιολογεί επαρκώς. Μαζικές δήθεν προσαγωγές, που αποτελούν στην ουσία ολιγόωρες συλλήψεις για καταγραφή στοιχείων και λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεν είναι νόμιμες ενέργειες.
Η επίκληση των λόγων για την έρευνα και την προσωρινή σύλληψη των πολιτών, πρέπει να αφορά συγκεκριμένους, εξατομικευμένους λόγους που να τους καθιστούν ύποπτους για τέλεση συγκεκριμένων παράνομων πράξεων. Δεν αρκεί δηλαδή η γενική αναιτιολόγητη αστυνομική έκφραση κλισέ «κινούσε υποψίες», γιατί αυτό παραπέμπει σε αόριστες έννοιες και υποκειμενικές αντιλήψεις,
που είναι πιθανό να καθορίζονται από το χρώμα, την εμφάνιση
ή την περιοχή στην οποία κινείται ο δήθεν «ύποπτος».
Κάθε πολίτης που θεωρεί ότι από τις παραπάνω ενέργειες θίγονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματά του, μπορεί να εξαντλήσει τα ένδικα μέσα στην Ελλάδα και να προσφύγει, αν δεν δικαιωθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου.
